- δραματοποιία
- η (Α δραματοποιΐα)η τέχνη τού δραματοποιού, η τεχνική τής σύνθεσης δραμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δραματοποιία — δραματοποιίᾱ , δραματοποιία dramatic composition fem nom/voc/acc dual δραματοποιίᾱ , δραματοποιία dramatic composition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματοποιίας — δραματοποιίᾱς , δραματοποιία dramatic composition fem acc pl δραματοποιίᾱς , δραματοποιία dramatic composition fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματοποιίαν — δραματοποιίᾱν , δραματοποιία dramatic composition fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραματουργία — η (Α δραματουργία) 1. δραματοποιία 2. δραματική διδασκαλία, θεατρική παράσταση … Dictionary of Greek
ερωτολογία — η 1. ομιλία, συζήτηση γύρω από τον έρωτα 2. μελέτη, πραγματεία για τον έρωτα 3. το συγγραφικό έργο που ασχολείται υπερβολικά με ερωτικά ζητήματα («όλη σχεδόν η δραματοποιία τών ρομαντικών είναι μικρολόγος ερωτολογία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος +… … Dictionary of Greek